αϊδάνι

αϊδάνι
το Βοτ.
ποικιλία οιναμπέλου, που καλλιεργείται στις Κυκλάδες (κυρίως Σαντορίνη και Πάρο).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. από το μτγν. ουσ. ἐδάνη «είδος αμπέλου». Κατά τον Χατζιδάκι η λ. προέρχεται από το επίθ. ἀδάνιον < τοπων. Ἄδανα.
ΠΑΡ. αϊδανιά.
ΣΥΝΘ. αϊδανόσυκο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αϊδανήσι(-ο) — το είδος κρασιού που παράγεται από ποικιλία σταφυλιού, γνωστό με το όνομα αϊδάνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουσιαστικοποιημένο επίθ. *αϊδανήσιος] …   Dictionary of Greek

  • αϊδανήσιος — ο κρασί παρασκευασμένο από αϊδάνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίθ. *αϊδανήσιος, που μετέπεσε σε χρήση ουσιαστικού] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”